ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tőkehal

μουρούνα◼◻◻

μπακαλιάρος / βακαλάος

tokhal

οξύρρυγχος

στουριόνι

tonhal

τόννος

trópusi hal, trópusi halak

τροπικό ψάρι

tudja, milyen sebességgel halad?

γνωρίζετε με τι ταχύτητα πηγαίνατε;

túlzott halászat

υπεραλίευση

Unió (halmazelmélet)

Ένωση συνόλων

úthálózat

οδικό δίκτυο◼◼◼

utolsó hívás a miami-ba utazó smith nevű utasnak, kérjük haladéktalanul fáradjon a 32-es kapuhoz

τελευταία αναγγελία για τον επιβάτη κ. σμιθ στην πτήση για μαιάμι, παρακαλώ να προσέρθει το γρηγορότερο δυνατόν στην έξοδο τριαντα δύο

Valhalla

Βαλχάλλα

vándorló hal

μεταναστευτικοί ιχθύες

vasúthálózat

σιδηροδρομικό δίκτυο◼◼◼

világháló

Διαδίκτυο◼◼◼

διαδίκτυο◼◼◼

Διαδίκτυο (Diadíktyo)◼◼◼

διαδίκτυο (δiaδíktyo)◼◼◼

ίντερνετ (ínternet)◼◼◻

Világháló

Παγκόσμιος Ιστός

virtuális magánhálózat

εικονικό ιδιωτικό δίκτυο◼◼◼

vízrajzi hálózat

υδρογραφικό δίκτυο◼◼◼

zihál

ασθμαίνω

λαχανιάζω

zöldhályog

γλαύκωμα◼◼◼

91011

Το ιστορικό σας