ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hajózás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hajózás

λεμβοδρομία

ναυσιπλοΐα/πλοήγηση

hajózási veszély

κίνδυνος ναυσιπλοΐας

belvízi hajózás

εσωτερική ναυσιπλοΐα◼◼◼

kereskedelmi hajózás

εμπορική ναυτιλία

sétahajózás

κρουαζέρα

tengerhajózás

θαλάσσια ναυσιπλοΐα◼◼◼

tengeri hajózás

πορεία/πλεύση/ροή/εκδορά

űrhajózás

αστροναυτική

űrhajózás/asztronautika

αστροναυτική

Το ιστορικό σας