ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hód σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hód

κάστορας (kástoras)◼◼◼

hódolat

σεβασμός

φόρος τιμής

hódít

κατακτώ

hódító

κατακτητής

πορθητής

meghódít

νικώ

Το ιστορικό σας