ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hírlevél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hírlevél

ενημερωτικό δελτίο◼◼◼

iratkozzanak fel a hírlevélre

εγγραφείτε/γραφτείτε στη λίστα ενημέρωσης

Το ιστορικό σας