ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

háztartási tüzelőolaj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
háztartási tüzelőolaj

πετρέλαιο οικιακής χρήσης

Το ιστορικό σας