ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyűjtemény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyűjtemény

συλλογή◼◼◼

η συλλογή◼◼◻

άλμπουμ

έρανος

ebben a múzeumban egy nagyon jó ... gyűjtemény található

το μουσείο έχει μια πολύ καλή συλλογή από ...

jog (szabálygyűjtemény)

δίκαιο◼◼◼

δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου)◼◼◼

jogszabály-gyűjtemény

κώδικας/κωδικός

Το ιστορικό σας