ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyűjtő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyűjtő

συλλέκτης◼◼◼

bélyeggyűjtő

φιλοτελιστής

hulladékgyűjtő

κάδος απορριμμάτων

hulladékgyűjtő jármű

απορριμματοφόρο όχημα

iratgyűjtő

ντοσιέ◼◼◼

φάκελος

vízgyűjtő

συλλεκτήρας/συλλογή ύδατος

vízgyűjtő terület

υδρολογική λεκάνη◼◼◼

λεκάνη απορροής◼◼◻

λεκάνη απορροής/υδρολογική λεκάνη

víztártoló / vízgyűjtő

δεξαμενή

Το ιστορικό σας