ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gamma σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gamma

γάμμα◼◼◼

γάμα◼◼◻

Gamma

Γάμμα◼◼◼

gamma-sugárzás

ακτινοβολία γ

ακτινοβολία γάμμα

ακτινοβολία γάμμα/ακτινοβολία γ

fel kell adnom ezt, vagy magammal vihetem?

αυτό χρειάζεται να το περάσω μέσα ή μπορώ να το πάρω μαζί μου;

Το ιστορικό σας