ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gőzöl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gőzöl

ατμός

gőzölög

ατμός

αχνίζω

αχνός

υδρατμός

Το ιστορικό σας