ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

görcs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
görcs

κράμπες◼◼◼

σπασμός◼◼◻

κράμπα

κρίση

görcsös krupp

σπασμώδης (τρισμώδης) λαρυγγίτιδα

Το ιστορικό σας