ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gépész σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gépész

μηχανικός◼◼◼

μηχανουργός

gépészeti berendezés

μηχανολογικός εξοπλισμός

Το ιστορικό σας