ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

frissítő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
frissítő

δροσιστικός

frissítő ital

δροσιστικό ποτό

kér valamilyen ételt vagy frissítőt?

θα θέλατε καθόλου φαγητό ή αναψυκτικά;

Το ιστορικό σας