ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

foszfát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
foszfát

φωσφορικό άλας◼◼◼

φωσφορικό(ά) άλας(τα)

foszfáteltávolítás

αφαίρεση φωσφορικών αλάτων

foszfáthelyettesítő

υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων

foszfátműtrágya

φωσφορούχο λίπασμα

Το ιστορικό σας