ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

folyik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
folyik

παροχή◼◼◼

ροή◼◻◻

τρέχει (-ξει)◼◻◻

κυλώ

ρέω

folyik az olaj az autóból

το αμάξι χάνει λάδια

fut, folyik

τρέχω

mi folyik itt?

τι συμβαίνει;

τι τρέχει εδώ;

túlfolyik

ξεχειλίζω

Το ιστορικό σας