ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

folt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
folt

κηλίδα◼◼◼

σημείο◼◼◻

χρώμα◼◼◻

πλάκα◼◻◻

λεκές (ο) (tsz. λεκέδες)

folt (szennyeződés)

λεκές (ο) (tsz: λεκέδες)

foltos

κηλιδωτός

foltos tőkehal

βακαλάοι

napfolt

ηλιακή κηλίδα

olajfolt

πετρελαιοκηλίδα◼◼◼

zsúfoltság

συμφόρηση◼◼◼

συνωστισμός◼◼◻

Το ιστορικό σας