ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fokozás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fokozás

σύγκριση◼◼◼

(a melléknévfokozás segédszava)

πιο

csapadékfokozás

πύκνωση της καθίζησης

hatékonyságfokozás

βελτίωση της αποτελεσματικότητας

Το ιστορικό σας