ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fluor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fluor

φθόριο (fthório)◼◼◼

fluorit

φθορίτης◼◼◼

fluorozás

φθορίωση◼◼◼

klórozott-fluorozott szénvegyület

χλωροφθοράνθρακας

részlegesen halogénezett klórozott fluorozott szénhidrogén

μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας

Το ιστορικό σας