ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fizetett σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fizetett

μισθωτός

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

Το ιστορικό σας