ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

finn σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
finn

Φινλανδικά◼◼◼

γλώσσα◼◼◼

Φινλανδία◼◼◻

φινλανδικός◼◼◻

Φινλανδός◼◻◻

Φινλανδέζα

Φινλανδή

Finn

φινλανδικά◼◼◼

Finn Köztársaság

Δημοκρατία της Φινλανδίας◼◼◼

Finn-öböl

Φινλανδικός κόλπος

Finnország

Φιλλανδία

Το ιστορικό σας