ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

feszület σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feszület

διασχίζω

σταυροκοπιέμαι

σταυρός

σταυρώνω

Το ιστορικό σας