ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fenol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Fenol

Φαινόλη◼◼◼

biszfenol

δισφαινόλη◼◼◼

halogénezett fenol

αλογονωμένη φαινόλη

klorofenol

χλωροφαινόλη◼◼◼

pentaklórfenol

πενταχλωροφαινόλη (PCP)◼◼◼

Το ιστορικό σας