ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fenn σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
minden jog fenntartva

όλα τα δικαιώματα προστατεύονται (óla ta diceómata prostatévonde)

rendfenntartás

επιβολή του νόμου◼◼◼

12

Το ιστορικό σας