ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felkészül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felkészül

προετοιμάζομαι (-στώ)(+ για vmre)

felkészül vmire

προετοιμάζομαι (+ για)

felkészült

έτοιμος

felkészültség

γνώση◼◼◼

felkészültünk a vizsgákra

προετοιμαστήκαμε για τις εξετάσεις

felkészülés

παροχή◼◼◼

πρόβλεψη◼◼◼

katasztrófára való felkészülés

ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστροφής

környezeti vészhelyzetre felkészülés

περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης

veszélyre való felkészülés

πρόληψη κινδύνου

Το ιστορικό σας