ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

feljelent σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feljelent

κάνω/υποβάλλω (-λω) μήνυση

καταδίδω

feljelentés

καταγγελία◼◼◼

δίωξη◼◼◻

κατηγορία◼◻◻

μήνυση (η, tsz. -εις)

παράπονο

ismeretlen tettes ellen tett feljelentés

μήνυση εναντίον αγνώστου δράστη

Το ιστορικό σας