ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felesleges σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felesleges

περιττός (-ή-ό)◼◼◼

παραπανίσιος

πλεονάζων

van egy felesleges cigarettád?

μήπως σας περισσεύει ένα τσιγάρο;

Το ιστορικό σας