ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felbont σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felbont

ανοίγω

felbontás

απόφαση◼◼◼

ακύρωση◼◼◻

κατάργηση◼◻◻

ανάκληση◼◻◻

απόλυση◼◻◻

τέλος◼◻◻

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felbontás (paraméter)

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felbontóképesség

ευκρίνεια◼◼◼

Το ιστορικό σας