ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feladat

ευθύνη◼◼◼

λειτουργία◼◼◼

έργο◼◼◻

διαδικασία◼◼◻

εργασία◼◼◻

υποχρέωση◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

συνάρτηση◼◻◻

ασκώ◼◻◻

διεργασία◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

φορτίο◼◻◻

παρατηρητής◼◻◻

λειτούργημα◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

παρατηρητήριο◼◻◻

υπευθυνότητα◼◻◻

επίθεση

πρόβλημα

χρέωση

(iskolai) η άσκηση

αγγαρεία

δουλειά

επιφορτίζω

λειτουργώ

feladó

αποστολέας◼◼◼

ναυλωτής

feladószelvény

δελτίο αποστολής

felajánl

προσφορά◼◼◼

πρόταση◼◼◻

felajánlás

προσφορά◼◼◼

υποχρέωση◼◻◻

προσφέροντας◼◻◻

felakaszt

αναρτώ

απαγχονίζω

κρεμώ (-άω, -άσω)

felakasztás

ανάρτηση◼◼◼

κρέμασμα◼◼◼

feláldoz

θυσία

θυσιάζω (-σω)

123

Το ιστορικό σας