Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
θυσία▼
θυσιάζω (-σω)▼
οι ήρωες θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους▼
↑