ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fejlődő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fejlődő

εν εξελίξει◼◼◼

fejlődő ország

αναπτυσσόμενες χώρες◼◼◼

Το ιστορικό σας