ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fehér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nagy fehércápa

λευκός καρχαρίας◼◼◼

tojásfehérje

λεύκωμα◼◼◼

ασπράδι◼◼◻

λευκό◼◻◻

12

Το ιστορικό σας