ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

főtt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
főtt

βραστός (-ή-ό)

μαγειρεμένος

főtt burgonya

πατάτες βραστές

főtt hús

μαγειρεμένο κρέας

befőtt

διατήρηση/κονσερβοποίηση

κομπόστα

túlzott kész vagy túl főtt

καλή όρεξη!

Το ιστορικό σας