ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pilótafülke

κόκπιτ

telefonfülke

εισερχόμενες κλήσεις

van próbafülkéjük?

έχετε δοκιμαστήριο;

12

Το ιστορικό σας