ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

független σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
független

ανεξάρτητος (-η-ο)◼◼◼

Független Államok Közössége

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών◼◼◼

Függetlenség

Ανεξαρτησία◼◼◼

függetlenség

η ανεξαρτησία◼◼◼

ελευθερία◼◻◻

függetlenül

ανεξάρτητα◼◼◼

ανεξαρτήτως◼◼◼

άσχετα◼◻◻

ανεξάρτητος◼◻◻

ettől függetlenül

ούτως ή άλλως◼◼◼

εν πάση περιπτώσει

Το ιστορικό σας