ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fúj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fúj

φύσημα◼◼◼

φυσώ (-άω, ήξω)

fúj a szél

φυσάει

belefújna ebbe a csőbe, kérem?

μπορείτε να φυσήξετε εδώ παρακαλω;

erős szél fúj

έχει δυνατό αέρα

felfúj

ανατινάζω

φουσκώνω (-σω)

felfújható

φουσκωτό◼◼◼

felfújás

φούσκωμα◼◼◼

εμφύσηση◼◼◻

πληθωρισμός

Το ιστορικό σας