ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fénylik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fénylik

ακτινοβολώ

λάμπω

σπινθηρίζω

φέγγω

nem mind arany, ami fénylik

ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός

Το ιστορικό σας