ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fájdalom- csillapító σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fájdalom- csillapító

το παυσίπονο

fájdalomcsillapító

αναλγητικό◼◼◼

αναλγητικός

παυσίπονα

παυσίπονο

Το ιστορικό σας