ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

erkölcs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
erkölcs

ηθική◼◼◼

δεοντολογία◼◼◻

ηθικότητα

τα ήθη

erkölcsi

ηθικός◼◼◼

erkölcsi tisztátalanság

akatharsia

erkölcsileg

ηθικά◼◼◼

erkölcstan

δεοντολογία

erkölcstelen

ανήθικος–η-ο

erkölcsös

ηθικός (-ή-ό)

Το ιστορικό σας