ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

erősítő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
erősítő

ενισχυτής◼◼◼

tudatosságerősítő kampány

εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού

Το ιστορικό σας