ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

erősítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
erősítés

ενίσχυση◼◼◼

ενδυνάμωση◼◼◻

εντατικοποίηση

ισχυροποίηση

erősítése

ενίσχυση της◼◼◼

megerősítés

επιβεβαίωση◼◼◼

επαλήθευση◼◼◻

βεβαίωση◼◼◻

védőgát erősítés

ενίσχυση αναχώματος

Το ιστορικό σας