ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

erőforrások σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
erőforrások

μέσα

πόροι

erőforrások árpolitikája

πολιτική για την διατίμηση των πόρων

természeti erőforrások pusztulása

υποβάθμιση των φυσικών πόρων

Το ιστορικό σας