ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

említ σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
említ

αναφορά◼◼◼

μνεία◼◼◼

említett

προαναφερθείς◼◼◼

megemlít

αναφορά◼◼◼

μνεία◼◻◻

αναφέρω

megemlítés

αναφορά◼◼◼

μνεία◼◼◻

megfélemlítés

εκφοβισμός◼◼◼

mint már korábban említettük

όπως είχαμε αναφέρει

Το ιστορικό σας