ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emlékszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
emlékszik

θυμάμαι (-ηθώ)

θυμάμαι (thymámai)

emlékszik, eszébe jut

θυμάμαι

Το ιστορικό σας