ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emlék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
természeti emlékhely

μνημείο της φύσης

történelmi emlék

ιστορικό μνημείο

valamire emlékeztet valakit, eszébe juttat, felidéz

θυμίζω (σε)

12

Το ιστορικό σας