ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emelő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
emelő

μοχλός

emelőrúd

μοχλός

szövegkiemelő

μαρκαδόρος

súlyemelő

αρσιβαρίστας

Το ιστορικό σας