ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

embrió σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
embrió

έμβρυο◼◼◼

embriógenezis

εμβρυογένεση

embriót károsító

παράγοντας τερατογένεσης

Το ιστορικό σας