ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emészt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
emészt

χωνεύω

emésztés

πέψη◼◼◼

χώνεψη

emésztőgödör

βόθρος

emésztőrendszer

πεπτικό σύστημα◼◼◼

felemészt

καταναλώνω

Το ιστορικό σας