ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elvtársnő (f) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elvtársnő (f)

συντρόφισσα (syntrófissa)

σύντροφος (sýntrofos)

Το ιστορικό σας