ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eltart σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eltart

επιβεβαίωση◼◼◼

eltartás

συντήρηση◼◼◼

feltart

παρεμποδίζω

ökológiai eltartóképesség

φέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος

Το ιστορικό σας