ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ellenfél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ellenfél

αντίδικος

αντίζηλος

αντίπαλος

ανταγωνιστής

αντιμαχόμενος

ο αντίπαλος

Το ιστορικό σας