ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elkülönít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elkülönít

απομόνωση◼◼◼

διαχωρίζω

χωρίζω

elkülönített

χωριστός◼◼◼

απομονωμένος◼◼◻

elkülönítés

απομόνωση◼◼◼

καραντίνα◼◼◻

elkülönítő

απομόνωση◼◼◼

Το ιστορικό σας